Η μονογραφία για τον Δημήτριο Μάτσαλη, προϊόν συστηματικής μελέτης στον τύπο της εποχής, δεν εξιστορεί μόνο ένα επεισόδιο του πρώιμου αναρχισμού στην Ελλάδα του ύστερου 19ου αιώνα (1896). Ο συγγραφέας, αφού τοποθετήσει την ενέργεια του Μάτσαλη στην ελληνική αλλά και στη διεθνή πραγματικότητα της εποχής, αποδεικνύει ότι ήταν μια τυπική περίπτωση –η πρώτη στον ελλαδικό χώρο– «έμπρακτης προπαγάνδας» [propaganda by the deed]. Όρο που πρωτοχρησιμοποίησαν οι Πιοτρ Κραπότκιν, Αντρέα Κόστα και Πολ Μπρους, για να προσδιορίσουν την παραδειγματική επαναστατική δραστηριότητα με σκοπό τη διάδοση των αναρχικών ιδεών. Οι ίδιοι αποστασιοποιήθηκαν από τη συγκεκριμένη πρακτική, «καθώς στο πέρασμα του χρόνου την υιοθέτησαν ιλεγκαλιστές αναρχοατομικιστές προκειμένου να αιτιολογήσουν εκ των υστέρων και τον προσωπικό τους, κάποιες φορές, πόλεμο με τις δυνάμεις της τάξης».
Εκτός από την ιστορική του αξία, το βιβλίο έχει και μια εξαιρετική επικαιρότητα, καθώς αναδεικνύει τη συζήτηση γύρω από την επαναστατική βία που έγινε μετά την ενέργεια του 1896, για να καταδειχθεί ότι αυτή η συζήτηση τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς επανέρχεται κατά καιρούς πανομοιότυπη, αφού τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών δεν έχουν προχωρήσει έκτοτε ούτε βήμα. Οι μεν ζητούν υποκριτικά «την καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» και αυτό τους θυμιέται μόνο όταν βγαίνει «η βία των από κάτω» (όρος του subcommantante Μάρκος), λες και δεν ασκούν βία και τρομοκρατία οι κουμπουροφόροι αστυνομικοί που πυροβολούν και σκοτώνουν μαθητές, διαδηλωτές, απείθαρχους νέους, μετανάστες, τσιγγάνους, μικροκακοποιούς, λες και δεν είναι βία και τρομοκρατία η ανεργία, οι συντάξεις πείνας, οι άθλιες εργασιακές σχέσεις, η επισφάλεια στην εργασία, η πείνα και η φτώχεια που επιβάλλει το κεφάλαιο και ο νεοφιλελευθερισμός. Οι δε, οχυρωμένοι πίσω από το αναμφισβήτητο επιχείρημα της κοινωνικής αδικίας, σκοτώνουν δίχως καν να δίνουν στα θύματά τους το δικαίωμα της απολογίας και τις δικονομικές εγγυήσεις που παρέχει ακόμα και το αστικό καθεστώς, το οποίο θέλουν να ανατρέψουν υποτίθεται για να φέρουν ένα καλύτερο.
Αυτή τη συζήτηση, που αποτελεί και το θεωρητικό μέρος της μελέτης, ο συγγραφέας την αντιμετωπίζει με επιστημονική νηφαλιότητα και ψυχραιμία, παραθέτοντας ντοκουμέντα και αποφεύγοντας όρους με ιδιαίτερη πολιτική φόρτιση. Αντιθέτως, παραθέτει αναλυτικά τις απόψεις των ελλήνων «κοινωνιστών» όλων των τάσεων καθώς και επιφανών θεωρητικών του αναρχισμού, αλλά και αντιπάλων του από το 19ο αιώνα μέχρι τον 21ο.
Τέλος, στο παράρτημα του βιβλίου παρατίθενται πέντε κείμενα· το «Αἱ Ἀναρχικαὶ Αἱρέσεις» του αναρχικού Ι. Μαγκανάρα (εφ. Πελοπόννησος, Πάτρα, 31.7.1897), το «Οὐ Φονεύσῃς» του Λ. Τολστόι (που γράφτηκε το 1900 με αφορμή τη δολοφονία του βασιλιά Ουμβέρτου Α΄ της Ιταλίας και αναδημοσιεύτηκε στα ελληνικά στην εφ. Νέος Αιών, 22.10.1900), δύο σατιρικά έμμετρα του Γ. Σουρή «Φουχτώσετε λεπίδα γιὰ πίστη καὶ πατρίδα» και «Φασουλῆς καὶ Περικλέτος, ὁ καθένας νέτος σκέτος» (εφ. Ρωμηός, 9.11.1896, αμέσως μετά την ενέργεια του Μάτσαλη) και το –επίσης έμμετρο– «Ἐγὼ τὸν Σκότωσα!» από τη συλλογή Αντικοινωνικά Τραγούδια (εκδ. Εκδοτική Συντροφιά, Αθήνα, 1912).
Δημήτριος Μάτσαλης: «Εἶμαι Ἀναρχικός, Ἀναρχικώτατος!»
Κώστας Γαλανόπουλος
Δημήτριος Μάτσαλης: «Εἶμαι Ἀναρχικός, Ἀναρχικώτατος! Ἐκτύπησα τὸ κεφάλαιον, ὄχι τὰ ἄτομα!»
Σελίδες: 144
Σχήμα: 14Χ20,5
Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος