Η ημιμόρφωση δεν είναι μισή μόρφωση ή απουσία μόρφωσης, αλλά η έχθρα απέναντι στη μόρφωση. Το μισό που ναυάγησε, η αποτυχημένη ταύτιση, δημιουργεί το μίσος, το φθόνο γι’ αυτό που δεν ευοδώθηκε, τη διαστροφή.
Διότι συχνά το διαδιδόμενο αλλάζει με τη διάδοση εκείνο ακριβώς το νόημα, το οποίο περηφανεύεται κανείς πως διαδίδει. Μόνο μια ευθύγραμμη και άρρηκτη αντίληψη της πνευματικής προόδου παρακάμπτει αμέριμνα το ποιόν μιας μόρφωσης που κοινωνικοποιήθηκε σε ημιμόρφωση. Αντίθετα, η διαλεκτική σύλληψη δεν πλανάται για την αμφισημία της προόδου εν μέσω της καταπιεστικής ολοκληρωτικότητας. Η όξυνση των ανταγωνισμών δηλώνει, ότι όλες οι επιμέρους πρόοδοι στη συνείδηση της ελευθερίας συντελούν και στη συνέχιση της ανελευθερίας.
Διάχυτη σ’ όλο το έργο του Αντόρνο και συμπυκνωμένη σ’ αυτό το δοκίμιο, η σκέψη του για την κρίση της παιδείας στρέφεται, πέρα από τη συζήτηση περί παιδαγωγικών μεθόδων ή θεσμικών ρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων, στην απώλεια των πνευματικών προϋποθέσεων και σκοπών της μόρφωσης: της ικανότητας για αυθόρμητη εμπειρία και εννοιολογική εργασία, της ιστορικής μνήμης, της κριτικής συνείδησης και της αυτονομίας του πνεύματος, μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται το υποκείμενο, σύμφωνα με την επαγγελία του αστικού Διαφωτισμού. Ως ιστορική μετεξέλιξη αυτού του κινήματος, η ημιμόρφωση δεν είναι μισή μόρφωση, ούτε απλή αμορφωσιά, αλλά έχθρα απέναντι στην κουλτούρα, έκπτωση και εμπλοκή της σε επιμέρους σκοπιμότητες και ίδια οφέλη, σε πείσμα και με τη βοήθεια της μαζικής διάδοσης πνεύματος και τέχνης. Η κάλυψη των ημιμορφωτικών αναγκών ολοένα ευρύτερων στρωμάτων μικροαστικού τύπου, με φετιχοποιημένα πολιτιστικά αγαθά, συντηρεί από τη μια την ιδεαλιστική απολυτοποίηση του πνεύματος ως προνόμιου των ολίγων, κι από την άλλη την αλλοτρίωση και υποστασιοποίησή του σε απλή οδηγία και εξάρτημα της πρακτικής, όργανο συμμόρφωσης και προσαρμογής των πολλών στην ανταγωνιστική ολοκληρωτική κοινωνία.
Ο Theodor W. Adorno γεννήθηκε το 1903 στη Φρανκφούρτη. Σπούδασε φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχολογία και μουσικολογία στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, απ’ όπου έλαβε το διδακτορικό του. Πηγαίνοντας στη Βιέννη, συνέχισε τις σπουδές του στη μουσική με δασκάλους τον Alban Berg και τον Eduard Steuermann. Έγινε υφηγητής με μια διατριβή για τον Kίρκεγκωρ υπό την επίβλεψη του Paul Tillich. Το 1934, αφού του είχε απαγορευτεί η διδασκαλία, μετανάστευσε στην Αγγλία και άρχισε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1938 μετανάστευσε στις ΗΠΑ και εργάστηκε στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, του οποίου ήταν άτυπος συνεργάτης από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και το οποίο είχε ήδη μετεγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη. Συνεργάστηκε επίσης με τον Paul Lazarsfeld στο Princeton Radio Research Project. Το 1949 επέστρεψε στη Γερμανία και έγινε καθηγητής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Διηύθυνε το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, μαζί με τον Μαξ Χορκχάιμερ, τον οποίο διαδέχτηκε αργότερα στη θέση του διευθύνοντα προέδρου. Πέθανε το 1969 από έμφραγμα στην Ελβετία. Έργα του είναι: Kierkegaard. Konstruktion des Ästhetischen (1933), Dialektik der Aufklärung. Philosophische Fragmente (μαζί με τον Max Horkheimer, 1947), Philosophie der neuen Musik (1949), Minima Moralia. Reflexionen aus dem beschädigten Leben (1950), The Authoritarian Personality (μαζί με τους Else Frenkel-Brunswik, Daniel J. Levinson και R. Nevitt Sanford, 1950), Versuch über Wagner (1952), Prismen. Kulturkritik und Gesellschaft (1955), Zur Metakritik der Erkenntnistheorie. Studien über Husserl und die phänomenologischen Antinomien (1956), Dissonanzen. Musik in der verwalteten Welt (1956), Aspekte der Hegelschen Philosophie (1957), Noten zur Literatur I (1958), Klangfiguren. Musikalische Schriften I (1959), Mahler. Eine musikalische Physiognomie (1960), Noten zur Literatur II (1961), Einleitung in die Musiksoziologie. Zwölf theoretische Vorlesungen (1962), Sociologica II. Reden und Vorträge (μαζί με τον Max Horkheimer, 1962), Drei Studien zu Hegel (1963), Eingriffe. Neun kritische Modelle (1963), Der getreue Korrepetitor. Lehrschriften zur musikalischen Praxis (1963), Quasi una fantasia. Musikalische Schriften II (1963), Moments musicaux. Neu gedruckte Aufsätze 1928-1962 (1964), Jargon der Eigentlichkeit. Zur deutschen Ideologie (1964), Noten zur Literatur III (1965), Negative Dialektik (1966), Ohne Leitbild. Parva Aesthetica (1967), Berg. Der Meister des kleinsten Übergangs (1968), Impromptus. Zweite Folge neu gedruckter musikalischer Aufsätze (1968), Sechs kurze Orchesterstücke op. 4 <1929> (1968), Komposition für den Film (μαζί με τον Hanns Eisler, 1969), Stichworte. Kritische Modelle 2 (1969).
Βιβλία από τον συγγραφέα
Θεωρία της ημιμόρφωσης
Theodor W. Adorno
Θεωρία της ημιμόρφωσης
Μετάφραση: Λευτέρης ΑναγνώστουΕισαγωγή: Λευτέρης ΑναγνώστουΜετάφραση:
Σχήμα17Χ12
Σελίδες: 86
Χρονολογία έκδοσης: Απρίλιος 2000
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια