Στα μέσα του εικοστού αιώνα, οι γάμοι και τα πανηγύρια στην Κύπρο γέμιζαν από τους ήχους των βιολάρηδων. Παρά την έμφαση στο βιολί, η λέξη «βιολάρηδες» αναφέρεται στους παραδοσιακούς μουσικούς, που έπαιζαν βιολί και λαούτο ως σύνολο. Οι βιολάρηδες ήταν άντρες περιορισμένων οικονομικών πόρων, που απασχολούνταν σε άλλες εργασίες κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους και που έπαιζαν μουσική όποτε υπήρχε ανάγκη. Η τέχνη τους ήταν απαραίτητη: κανένα τελετουργικό και καμιά διασκέδαση δεν θεωρούνταν ολοκληρωμένα χωρίς τη δική τους συμμετοχή. Η μεγάλης κλίμακας αστικοποίηση που ακολούθησε την ανεξαρτησία της Κύπρου από τη Βρετανία το 1960, η κατάρρευση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών μετά την τουρκική εισβολή του 1974, αλλά και η εισαγωγή νέων μορφών ψυχαγωγίας είχαν ως αποτέλεσμα τον σταδιακό μαρασμό των βιολάρηδων. Η παρακμή των βιολάρηδων οδήγησε σιγά-σιγά στην εξαφάνιση μιας διακριτής επαγγελματικής τάξης, που είχε τους δικούς της τρόπους μαθητείας και κώδικες συμπεριφοράς. Το βιβλίο αυτό καταγράφει τις προφορικές μαρτυρίες μερικών από τους τελευταίους εν ζωή μουσικούς της τάξης αυτής, τόσο Ελληνοκυπρίων, όσο και Τουρκοκυπρίων. Οι πρωτοπρόσωπες μαρτυρίες των μουσικών πλαισιώνονται από σύντομες επεξηγηματικές εκθέσεις, μέσα από τις οποίες μπορεί κανείς να δημιουργήσει μια εικόνα για πώς λειτουργούσε η κυπριακή μουσική και το κυπριακό ηχοτοπίο στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Ο Κύπριος βιολάρης
Νικολέττα Δημητρίου
Ο Κύπριος βιολάρης: Η προφορική ιστορία μιας επαγγελματικής τάξης στον εικοστό αιώνα
Σχήμα: 15Χ23
Σελίδες: 504
Εκδόσεις Ψηφίδες