Χρόνια στοίχειωσε μέσα μου αυτή η κουβέντα.
Ώρες ώρες ανακαλύπτω πως έχω μήνες να τη φέρω στ’ αυτιά μου, στη μνήμη μου. Άλλες φορές, πάλι, τη βλέπω στον ύπνο μου να ’ρχεται κεφάτη, με τα μαλλιά της φρεσκοβαμμένα να γυαλίζουν στο φως, να μ’ ακουμπάει με τη σοφία της και να με γλιτώνει από υπερβολές και γραφικότητες και μετά να ξαναγυρίζει στη χώρα της, τη χώρα του Andante grazioso.
Έγινε κομμάτι της ζωής μου, έγινε κάτι άλλο, αλλά πάντα υπάρχει. Στα παιδικά χεράκια που πρωτοβάζω στα πλήκτρα, στις δυο-τρεις εκφράσεις της που έμειναν στο λεξιλόγιό μου, στον τρόπο που γράφω το «2» και είναι σαν το δικό της, μονοκοντυλιά με ουρίτσες, σε κάποια κομμάτια που αγαπούσε πολύ, μέχρι και σ’ έναν στίχο του Σαββόπουλου, που δεν ξέρω γιατί μου τη φέρνει στο μυαλό, εκείνη σίγουρα δεν τον είχε ακούσει ποτέ. Έγινε πολλά, μα πιο πολύ έγινε το κόσμημα που μας ενώνει με την Κατερίνα, το μοιραζόμαστε και το φοράμε. Δυο συμμαθήτριες αγάπησαν την ίδια δασκάλα, έτσι αγάπησαν η μία την άλλη, έτσι έγιναν φίλες, αδελφές, πιο πολύ από αδελφές, δηλαδή φίλες. Στις νότες, στη μνήμη, στο δρόμο.
Δεν ξέρω πού πήγε, δεν μου είπε. Οι νεκροί δικαιούνται τα μυστικά τους, δεν χρειάζεται να ξέρω. Όταν σκεφτόμαστε τους φευγάτους, μικρά και μεγάλα, πεζά και υψιπετή γίνονται χαρμάνι, χωνεύονται όλα μαζί. Από τότε που την έχασα, αγαπώ καλύτερα, ζύγισα την τύχη που είχα να γεννηθώ μέσα στην αγάπη, κι όλα είναι ευκολότερα τώρα. Κι ο μακρύς δρόμος, η μεγάλη, η ατέλειωτη ζωή έγιναν ένα δρομάκι μιας γειτονιάς. Από την καρδιά στους ανθρώπους, από τους ανθρώπους στην καρδιά. Και ξανά και ξανά. Κάθε μέρα. Θαρρώ εκεί πάω.
Πες μου πού θα πας
Πόπη Φιρτινίδου
Πες μου πού θα πας
Σχήμα: 14Χ20,5
Σελίδες: 152
Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων